- προδεδιακονημένοις
- προδεδιᾱκονημένοις , πρό-διακονέωministerperf part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιακονούμαι — έομαι, Α υπηρετώ προηγουμένως («οὐ τὰς αὐτὰς ὁδοὺς ἐστέλλετο τοῑς προδεδιακονημένοις», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακονώ «υπηρετώ»] … Dictionary of Greek